καρακόλι

καρακόλι
το
(λ. τουρκ.)
1. σκοπός, φρουρός.
2. μέλος αστυνομικής περιπόλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρακόλι — το 1. νυχτερινή αστυνομική περίπολος 2. αστυνομικό τμήμα ή σταθμός, φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karakol] …   Dictionary of Greek

  • κόλι — το μικρό στρατιωτικό απόσπασμα ή νυκτερινή περίπολος, καρακόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρακόλι, με αποκοπή τού α συνθετικού καρά για απλοποίηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”